Live Ενημέρωση

Ιστορία

Το Αμύνταιο είναι κωμόπολη του νομού Φλώρινας, σε απόσταση 33 χιλιομέτρων από την πόλη της Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου Αμυνταίου και σύμφωνα με την απογραφή του 2021 διαθέτει πληθυσμό 4.348 κατοίκων. Σημαντικότερα μνημεία ο προϊστορικός οικισμός Αγίου Παντελεήμονα, η ελληνιστική πόλη των Πετρών, τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Οι τέσσερις λίμνες : Βεγορίτιδα, Πετρών, Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα αποτελούν σημαντικούς υδροβιότοπους, ενώ έχουν αναπτυχθεί σημαντικές υποδομές εναλλακτικού τουρισμού. Η περιοχή χαρακτηρίζεται επίσης από τα επισκέψιμα οινοποιεία της, ενώ στο ομώνυμο Δημοτικό Διαμέρισμα εμφιαλώνεται το μεταλλικό νερό "Ξινό Νερό".

Δεν έχει καταστεί ακριβές πότε κατοικήθηκε για πρώτη φορά η περιοχή. Η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνει ύπαρξη οικισμού στα βόρεια της λίμνης των Πετρών που ανάγεται στην εποχή του σιδήρου, ενώ στη νοτιοδυτική πλευρά της ίδιας λίμνης και σε λόφο με την επωνυμία «Γκραντίστα» άνθισε πόλη κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η πόλη ήλεγχε το πέρασμα από τη Λυγκιστίδα στην Εορδαία δηλαδή την δίοδο από την άνω στην κάτω Μακεδονία. Πάντως στα μέσα του 18ου αιώνα δημιουργείται ο πρώτος οργανωμένος οικιστικός πυρήνας του Αμυνταίου, όταν οικογένειες από τις γύρω ορεινές περιοχές κατέβηκαν στην εύφορη κοιλάδα δίπλα στις λίμνες.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ανθεί στην περιοχή πόλη με την επωνυμία Κέλλα χωρίς να έχει προσδιορισθεί η θέση της. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Αλί πασάς των Ιωαννίνων γίνεται κύριος της περιοχής. Μετά το θάνατο του Τουρκαλβανού περνά στα χέρια ενός υπασπιστή του σουλτάνου και προς το τέλος του 19ου αιώνα γίνεται τσιφλίκι του Ρεούφ πασά. Οι κάτοικοί της περιοχής έλαβαν μέρος στον Μακεδονικό αγώνα και την είδαν να ελευθερώνεται από την προέλαση του Ελληνικού στρατού προς το Μοναστήρι το Νοέμβριο του 1912. Σπουδαίος Μακεδονομάχος από το Αμύνταιο ήταν ο Αλέξανδρος Χατζής. Ο δημογραφικός χάρτης της περιοχής αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1910 οπότε οι Τούρκοι κάτοικοι αποχωρούν και αντικαθίστανται από Έλληνες του Πόντου.

Η μοίρα της περιοχής αλλάζει με την έλευση του σιδηροδρόμου. Το 1892 ο σουλτάνος αποφασίζει την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης Θεσσαλονίκης μέχρι το Μοναστήρι. Η γαλλική εταιρεία που αναλαμβάνει το έργο χαράσσει την γραμμή να περνά από το Αμύνταιο. Ο σιδηρόδρομος καθιστά την πόλη ως ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας. Η άνθηση αυτή κρατά μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.

Ο σημερινός Δήμος προήλθε από τη συνένωση του Δήμου Αμυνταίου, που είναι
και η έδρα του διευρυμένου Δήμου, αρχικά με (7) πρώην κοινότητες (πρόγραμμα
Καποδίστριας) και στη συνέχεια με συνολικά εικοσιπέντε (25) (πρόγραμμα
Καλλικράτης). Πλέον, ο δήμος εκτείνεται σε μια περιοχή 599,6 τετραγωνικών
χιλιομέτρων και ο συνολικός πληθυσμός του ανέρχεται σε 14.169 κατοίκους.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός, 1894

Οι Τοπικές και Δημοτικές Κοινότητες που συγκροτούν
τον Δήμο Αμυνταίου είναι οι εξής:


Δημοτική Κοινότητα Αμυνταίου

Τοπική Κοινότητα Αγραπιδιών
Τοπική Κοινότητα Αετού
Τοπική Κοινότητα Αναργύρων
Τοπική Κοινότητα Ασπρογείων
Τοπική Κοινότητα Βαλτονέρων
Τοπική Κοινότητα Λιμνοχωρίου
Τοπική Κοινότητα Πεδινού
Τοπική Κοινότητα Σκλήθρου
Τοπική Κοινότητα Αγίου Παντελεήμονος
Τοπική Κοινότητα Κέλλης
Τοπική Κοινότητα Κλειδίου
Τοπική Κοινότητα Ξινού Νερού
Τοπική Κοινότητα Πετρών
Τοπική Κοινότητα Ροδώνος
Τοπική Κοινότητα Φανού
Τοπική Κοινότητα Βαρικού
Τοπική Κοινότητα Λεχόβου
Τοπική Κοινότητα Νυμφαίου
Τοπική Κοινότητα Αντιγονείας
Τοπική Κοινότητα Βεγόρων
Τοπική Κοινότητα Λεβαίας
Τοπική Κοινότητα Μανιακίου
Τοπική Κοινότητα Πελαργού
Τοπική Κοινότητα Φαραγγίου
Τοπική Κοινότητα Φιλώτα

Επιπλέον, οι οικισμοί του Δήμου που ανήκουν στις Δημοτικές ή Τοπικές κοινότητες
είναι:
η Ανάληψη, οικισμός που ανήκει στη Δημοτική Κοινότητα Αμυνταίου.
ο Σωτήρας, οικισμός που ανήκει στη Δημοτική Κοινότητα Αμυνταίου.
η Περικοπή, οικισμός που ανήκει στα Ασπρόγεια.

Ένας σημαντικός αριθμός προϊστορικών θέσεων γύρω από τις λίμνες (Βεγόρα, Βαλτόνερα, Αγ. Παντελεήμονας, Λιμνοχώρι, Φιλώτας κλπ) πιστοποιούν ότι, ήδη από τις πρωιμότερες φάσεις της Νεολιθικής Εποχής (7η και 6η χιλιετία π.Χ.), μικρές κοινότητες γεωργοκτηνοτρόφων και ψαράδων εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε μικρούς ή μεγαλύτερους οικισμούς αξιοποιώντας για την ανάπτυξή τους την ποικιλία του φυσικού πλούτου της περιοχής. Η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το περιβάλλον συνεχίστηκε και τις επόμενες χιλιετίες κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού (4η έως 2η χιλιετία π.Χ.), με τις μικρές κοινότητες να προσαρμόζονται με επιτυχία σ’ έναν κόσμο που αργά αλλά σταθερά άλλαζε γύρω τους, με την εισαγωγή των μετάλλων στην κατασκευή εργαλείων και όπλων και την εμφάνιση των πρώτων σημαντικών κοινωνικών διαφοροποιήσεων.

Το τέλος της Εποχής του Χαλκού και η απαρχή της εποχής του Σιδήρου (11ος αι. π.Χ.) σηματοδοτούν εξελίξεις και ανακατατάξεις σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Η σχετικά ειρηνική ζωή των γεωργοκτηνοτρόφων διαταράσσεται συχνότερα από εντάσσεις, ορισμένα μέλη των κοινοτήτων αποκτούν δύναμη, δημιουργούνται οι πρώτες «βασιλικές γενιές». Τα παλιότερα μονοπάτια επικοινωνίας και ανταλλαγής αγαθών και ιδεών - στη στεριά και στο νερό - μετατρέπονται συχνότερα πια σε δρόμους ανταγωνισμού και έντασης ανάμεσα σε γειτονικές ομάδες πληθυσμών. Έτσι, και στα οργανωμένα νεκροταφεία της Εποχής του Σιδήρου στον Άγιο Παντελεήμονα και τον Αετό φαίνεται πως κάποιοι και μετά το θάνατο συνεχίζουν να κατέχουν τα πιο περίτεχνα κοσμήματα και σκεύη, ενώ οι ορεινές διαβάσεις και οι οικισμοί προστατεύονται από ισχυρές οχυρώσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι που οδηγούν τους ειδικούς στην άποψη πως η περιοχή αποτελούσε το κέντρο ενός πρώιμου «βασιλείου», με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά που διαμορφώθηκαν σε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη βορειότερη ενδοχώρα των Βαλκανίων.

Σύμφωνα με τις πρώτες αναφορές των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών στην περιοχή, η Εορδαία - το βορειοανατολικό όριο της οποίας αποτελεί η Βεγορίτιδα και η περιοχή του Αμυνταίου μέχρι το στενό του Κιλί Ντερβέν- αποτέλεσε στόχο των Αργεάδων Τημενίδων βασιλέων της Κάτω Μακεδονίας και παράλληλα ορμητήριο για τις εκστρατείες τους προς τα βόρεια και δυτικά. Η περίοδος της αναταραχής και των συγκρούσεων ανάμεσα στους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς φαίνεται πως λήγει με την ενσωμάτωση της περιοχής στο ενιαίο Μακεδονικό κράτος από το Φίλιππο τον Β’ το 358 π.Χ.

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά η Εορδαία συνδέει την ιστορική της πορεία με τη μοίρα ολόκληρου του Ελληνιστικού κόσμου. Τμήμα, πλέον, μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, «τροφοδοτεί» το σύστημα διακυβέρνησης του μεγάλου στρατηλάτη με στρατηγούς και ανώτερους αξιωματούχους, όπως ο Πείθων Κρατεύα, ο Πτολεμαίος ο Λάγου, ο Εύδαμος και τόσοι άλλοι, που οι δραστηριότητές τους καταγράφηκαν από τους ιστορικούς της εποχής.

Εκτός, όμως, από τους μεγάλους και σημαντικούς, τη δική διαδρομή τους στο χρόνο διαγράφουν και οι μικροί και άσημοι που συνεχίζουν να ζουν σε κώμες και πόλεις περισσότερο ή λιγότερο κοντά στις λίμνες, όπως στις Πέτρες, το Φαράγγι, στο Φιλώτα, τη Λεβαία κλπ. Η καθοριστική τους συμμετοχή στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου πολιτισμού της περιοχής θα είναι ευκολότερο να αναγνωριστεί, όταν στο μέλλον η αρχαιολογική έρευνα καταφέρει να ταυτίσει τα διάσπαρτα αρχαιολογικά λείψανα της με την αρχαία Άρνισσα, την Κέλλα, τη Λεβαία, την Εορδαία ή τη Βοκερία, της οποίας η λατινική παραφθορά έδωσε το όνομα στη μεγαλύτερη από τις λίμνες του λεκανοπεδίου (Beggoritis).

Κομβικό σημείο για τη περιοχή αποτελούν τα πρώτα χρόνια της ρωμαιοκρατίας στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., τότε που οι νέοι κοσμοκράτορες αντιλαμβάνονται τη γεωστρατηγική σημασία της Εορδαίας ως μιας από τις «πύλες εισόδου» προς τη Δυτική Βαλκανική χερσόνησο. Η διορατικότητα του ρωμαίου ανθυπάτου Γναίου Εγνάτιου είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή της ομώνυμης Οδού που ένωσε το Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη) με την Αδριατική Θάλασσα ως το Δυρράχιο, αξιοποιώντας δρόμους και περάσματα που χρησιμοποιούνταν ήδη από την προϊστορική εποχή. Κι από τότε για πολλούς αιώνες, ακολουθώντας οδοδείκτες (miliaria) σαν αυτόν που έχει εντοπιστεί στο Κλειδί, άλλοτε διάβηκαν την Εγνατία βιαστικά στρατιώτες για να πέσουν σε κάποια μακρινή μάχη, κι άλλοτε καραβάνια ανθρώπων και ζώων φορτωμένα με εμπορεύματα και ιδέες ξεκουράστηκαν σε κάποιον από τους σταθμούς της (mutatia). Ενώ ιστορικές πηγές και παλιοί χάρτες επιβεβαιώνουν τη διέλευση της Οδού από την περιοχή της Βεγορίτιδας και τη συνέχειά της μέσω Κλειδίου προς την πεδιάδα της Φλώρινας, οι ειδικοί ερίζουν για την ακριβή πορεία της από τη νότια ή τη βόρεια πλευρά της λίμνης, αφού ο αμείλικτος χρόνος και η αέναη κίνηση των νερών έχουν σβήσει - ίσως όχι οριστικά - τα σημάδια της στην περιοχή.

Η επικράτηση του χριστιανισμού και η ενσωμάτωση της περιοχής στο σύστημα διοίκησης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - όπως μέχρι το τέλος αυτοαποκαλούνταν το Βυζάντιο - άρχισαν να ασκούν σημαντική επιρροή στα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Κι αν στην αρχή οι άνθρωποι της Εορδαίας δύσκολα αποφάσιζαν αν θα πρέπει να επικαλούνται τη βοήθεια των παλιών θεών ή της Νέας Θρησκείας όταν απειλούνταν από τις επιδρομές των Γότθων και των Ούννων τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ., η γειτνίασή τους με σημαντικά παλαιοχριστιανικά κέντρα της εποχής, όπως η Θεσσαλονίκη, η Έδεσσα, η Ηράκλεια Λυγκηστίς, η Λυχνιδός (Αχρίδα), συνέβαλε στη σταδιακή τους προσαρμογή στο νέο πολιτικοθρησκευτικό περιβάλλον.

Κατά τη διάρκεια του 6ου -  8ου αι. η περιοχή της Εορδαίας αποτελούσε το δυτικό άκρο της Επαρχίας της Μακεδονίας Πρώτης με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, περίοδο κατά την οποία κάνουν τη δυναμική τους εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο της Βαλκανικής τα σλαβικά φύλλα. Ακόμα και το μεγαλόπνοο σχέδιο οχυρώσεων του Ιουστινιανού - λείψανα των οποίων σώζονται στις ορεινές διαβάσεις της Βεγορίτιδας, στον Αετό και στο Κάλε Αγ. Παντελεήμονα - δε στάθηκε δυνατό να αποτρέψει τους νέους πληθυσμούς να εγκατασταθούν στην περιοχή και να προσθέσουν τη δική τους πινελιά στον τοπικό πολιτισμό.

Από τα τέλη του 9ου αι. η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας αποτέλεσε το θέατρο σκληρών συγκρούσεων ανάμεσα στη Βυζαντινή εξουσία και στο υπό ίδρυση Βουλγαρικό κράτος. Έτσι και οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου Αμυνταίου δεν είχαν πολλές ευκαιρίες να απολαύσουν τα αγαθά της ειρηνικής ζωής, αφού οι εναλλαγές «υπηκοότητας» από το Βουλγαρικό Κράτος στο Βυζαντινό Θέμα της Θεσσαλονίκης του 10ου - 11ου αι και από το Λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης μετά το 1204 ξανά στο Βυζάντιο των Παλαιολόγων, σίγουρα δεν υπήρξαν αναίμακτες. Τελικά, ακόμα κι αν οι βυζαντινοί εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου επέτρεψαν στο Σέρβο Στέφανο Ντουσάν να εγκαθιδρύσει στην περιοχή ένα βραχύβιο βασίλειο στα μέσα του 14ου αι., η προέλαση των Τούρκων στη Βαλκανική ήταν πλέον γεγονός.

Η περιοχή της Εορδαίας, μετά από μία ταραχώδη περίοδο επιδρομών και ευκαιριακών ανακαταλήψεων από τους Βυζαντινούς, πέρασε στην οριστική κατοχή των Οθωμανών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1385 - 1395.

Όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία, τίποτα δεν άλλαξε και τίποτα δεν έμεινε το ίδιο κατά την μακρά περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή του λεκανοπεδίου του Αμυνταίου. Η νέα εξουσία επέβαλε το δικό της σύστημα διοίκησης με βιλαέτια, σαντζάκια και καζάδες (καζάς του Οστρόβου), οργάνωσε την αγροτική παραγωγή με βάση το τιμαριωτικό σύστημα παραχωρώντας τα πιο εύφορα εδάφη γύρω από τις λίμνες σε μέλη της οθωμανικής αριστοκρατίας και εισέπραττε με συνέπεια κεφαλικούς φόρους (χαράτσια) από τους μη μουσουλμάνους παραγωγούς της γης. Οι κάτοικοι συνέχιζαν - όπως παλιά - να είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και ψαράδες και να ζουν σε μικρούς οικισμούς γύρω από τη λίμνη. Άλλοτε αρμονικά με τη φύση και τους γειτονικούς πληθυσμούς, όπως περιγράφει στο οδοιπορικό του στην περιοχή ο φημισμένος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή γύρω στα 1670. Κι άλλοτε θρηνώντας για πικρά βάσανα από τη δράση ληστρικών ομάδων και για μάταιες εξεγέρσεις πνιγμένες στο αίμα. Και για ακόμα μια φορά οι κάτοικοι άλλαξαν αφέντη εκεί κάπου στα 1800, όταν ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων με ένοπλα σώματα Τουρκαλβανών κατέλαβε την περιοχή επαναστατώντας κατά του Σουλτάνου.

Έτσι κι αλλιώς όμως, είχε φτάσει η ώρα των ξεσηκωμών σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Τα γεγονότα πρώτα της Σερβικής (1804 - 1812) και κατόπιν της Ελληνικής Επανάστασης του ‘21 επηρέασαν έμμεσα την περιοχή, αφού η δράση κάποιων μικρών ένοπλων ομάδων στο γειτονικό Καϊμακτσαλάν είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των μέτρων ελέγχου του χριστιανικού πληθυσμού από την πλευρά της Οθωμανικής διοίκησης.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Μακεδονία βρέθηκε στο διεθνές διπλωματικό προσκήνιο ως μέρος ενός γενικότερου ζητήματος πολιτικών ανακατατάξεων λόγω της προδιαγεγραμμένης κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά κράτη είχαν ανάγκη από ζωτικό χώρο και έτσι επικαλέστηκαν ιστορικά ερείσματα, θρησκευτικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες για να μοιράσουν βουνά, πεδιάδες, λίμνες και ανθρώπους. Οι κάτοικοι της περιοχής του Αμυνταίου - συνηθισμένοι για αιώνες σε αυτά - ξαναβρέθηκαν από τη Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878) στο Οθωμανικό Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης με το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούλιος 1878). Και για περίπου 35 χρόνια έζησαν έντονα τις σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στα ελληνικά και βουλγαρικά ένοπλα σώματα που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στην περιοχή και τις απελπισμένες προσπάθειες του τουρκικού στρατού να επιβάλει την οθωμανική έννομη τάξη.

Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, μετά από φονική σύγκρουση του ελληνικού με τον Οθωμανικό στρατό στην περιοχή Αμυνταίου γνωστή στην ιστορία ως μάχη του Σόροβιτς (22 – 24 Οκτωβρίου 1912), το λεκανοπέδιο ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε και πάλι τους Βαλκανικούς λαούς στα χαρακώματα, με κάποιες από τις φονικότερες συγκρούσεις του μακεδονικού μετώπου να λαμβάνουν χώρα στις βουνοκορφές του Καϊμάκτσαλαν που δεσπόζουν πάνω από τις λίμνες. Μάλιστα, το Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή χρησιμοποίησε το Δημοτικό Σχολείο του Ξινού Νερού ως νοσοκομείο.

Κι όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του ’22 οι ξεριζωμένοι του Πόντου εγκαταστάθηκαν στα χωριά της περιοχής και μπόλιασαν με τη δουλειά, τις ιδέες και τις παραδόσεις των χαμένων πατρίδων τον πολιτισμό του τόπου, τα πράγματα έδειχναν για ακόμα μια φορά ότι θα πάνε καλύτερα. Η εμπορική ανάπτυξη του Αμυνταίου που είχε ξεκινήσει νωρίτερα με τη λειτουργία της Σιδηροδρομικής γραμμής είχε μετατρέψει την περιοχή σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο ολόκληρης της Δυτικής Μακεδονίας. Παρ’ όλα αυτά, για ακόμα μια φορά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η αμείλικτη Γερμανική κατοχή και ο ζοφερός Εμφύλιος σπαραγμός διέψευσαν τις ελπίδες των κατοίκων του λεκανοπεδίου.

Έτσι όμως πορεύεται λίγο - πολύ, παντού και πάντα ο άνθρωπος. Πότε με επώδυνες συγκρούσεις και θλίψη και πότε με δημιουργική συνύπαρξη και χαρές. Εδώ στην περιοχή του Αμυνταίου έτυχε το σκηνικό της ιστορίας να είναι ιδιαίτερο με την καταλυτική παρουσία των λιμνών. Που άλλες φορές βοήθησαν τον παραγωγό της περιοχής να γεμίσει το σπίτι του με αγαθά, κι άλλες τον απογοήτευσαν πλημμυρίζοντας τα χωράφια και καταστρέφοντας τη σοδειά του. Οι λίμνες, που άλλοτε σε καιρούς ειρηνικούς λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για μύθους και θρύλους, κι άλλοτε έγιναν γλυκιά ανάμνηση και παρηγοριά για το στρατιώτη που πολεμούσε κάπου μακριά. Οι λίμνες, που άλλοτε ομόρφυναν τους δρόμους επικοινωνίας των ανθρώπων και τα καταφύγια των ζώων με την πληθωρική τους παρουσία, κι άλλοτε κίνησαν ρυπαρές μηχανές και άπληστα εργοστάσια.

Κι αν δεν υπήρχαν οι λίμνες και το δυναμικό τους φυσικό περιβάλλον, οι οικονομικές δραστηριότητες, τα μνημεία, οι παραδόσεις, οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής θα ήταν διαφορετικοί. Κι αν όλα αυτά συνιστούν κομμάτια αυτού που οι ειδικοί ονομάζουν πολιτισμό, στην περίπτωση της περιοχής του Αμυνταίου ο επισκέπτης μπορεί να τα ανιχνεύσει και να κατανοήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους μόνο δίπλα στο νερό, επιστρατεύοντας όλες του τις αισθήσεις κι αφήνοντας το νου ελεύθερο να ταξιδέψει στο χρόνο και το χώρο.

 

Αρχιτεκτονική Κληρονομιά

Τα χαρακτηριστικά του δομημένου περιβάλλοντος στο Δήμο Αμυνταίου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, η οποία σχετίζεται με τη γεωγραφική θέση, τις παραγωγικές δραστηριότητες, την ιστορική πορεία κάθε οικισμού. Παραδοσιακά αγροτικά σπίτια της Βαλκανικής αρχιτεκτονικής συνυπάρχουν με αρχοντικά πλουσίων εμπόρων και με νεότερες κλασικιστκές κατασκευές.

Μέσα από αρκετά σωζόμενα παραδοσικά κτίσματα, ο επισκέπτης του Δήμου Αμυνταίου έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ιδιωτικής και δημόσιας αρχιτεκτονικής σε πεδινούς, παραλίμνιους, ημιορεινούς και ορεινούς οικισμούς.

Μολονότι η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα κυρίως μετά τις δεκαετίες του ’60 και ’70 αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του δομημένου χώρου στην περιοχή, μπορεί κανείς να εντοπίσει ακόμα και σήμερα διάσπαρτα δείγματα του τοπικού παραδοσιακού αρχιτεκτονικού στυλ. Πρόκειται κυρίως για διώροφα πετρόκτιστα σπίτια με μικρό εξώστη στον πάνω όροφο - συνήθως καλυμμένο με μικρή ατεωματική στέγη - τα οποία στέγαζαν τις δραστηριότητες διευρυμένων αγροτικών οικογενειών. Η διακόσμησή τους συνήθως περιορίζεται στη χρήση κεραμικών στοιχείων γύρω από τις εισόδους και τα παράθυρα. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής διατηρούνται στον Άγιο Παντελεήμονα, στις Πέτρες, στο Ξινό Νερό, σον Αετό, το Σκλήθρο, τα Ασπρόγεια, το Λέχοβο και την Κέλλη.

Μία δεύτερη διακριτή ομάδα κτισμάτων στους οικισμούς του Δήμου είναι αυτή που ουσιαστικά αναπαραγάγει τα κλασικιστικά και εκλεκτικιστικά πρότυπα της αστικής αρχιτεκτονικής της περιόδου του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για διώροφες πέτρινες κατοικίες, οι οποίες καλύπτονται πλέον με ασβεστοκονίαμα (στις περισσότερες περιπτώσεις επιχρωματισμένο) και φέρουν συνήθως γύψινα διακοσμητικά στοιχεία.

Τέλος, μία τρίτη ομάδα κτισμάτων εντοπίζεται στους ορεινούς οικισμούς του Δήμου (Κέλλη, Κλειδί, Σκλήθρο, Βαρικό, Ασπρόγεια) και αφορά σε πλίθινες κατασκευές ενισχυμένες με τα απαραίτητα ξύλινα δομικά στοιχεία, οι οποίες χρησιμοποιούνταν κυρίως ως βοηθητικοί χώροι για τη στέγαση των διαφόρων αγροτοποιμενικών δραστηριοτήτων των νοικοκυριών (στάβλοι, αποθήκες, κουζίνες κλπ).

Ο πρώτος οργανωμένος οικιστικός πυρήνας του Αμυνταίου δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου στην περιοχή του Σταθμού, ως αποτέλεσμα της αύξησης των απαιτήσεων υποστήριξης της λειτουργίας της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Μοναστηρίου - Θεσσαλονίκης. Στις αρχές του 20ου αι. κτίστηκε το κτιριακό συγκρότημα της οικογένειας Χατζή, με χαρακτηριστικότερο το Ξενοδοχείο «Η Μεγάλη Ελλάς», το οποίο αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς, από τον ιστορικό αυτό οικιστικό πυρήνα σώζονται ελάχιστα δείγματα σήμερα που διατηρούν ζωντανή την μνήμη αυτής της πρώιμης ιστορικής περιόδου του Αμυνταίου.

Εκτός από το Σιδηροδρομικό Σταθμό, κυρίως στις βορειότερες παρυφές της πόλης, αλλά και σε διάσπαρτα σημεία στον οικιστικό ιστό, διατηρούνται ορισμένα δείγματα αστικής οικιστικής αρχιτεκτονικής, τα παλαιότερα από τα οποία χρονολογούνται στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα κτίρια αυτά - μονώροφες ή διώροφες πέτρινες κατοικίες - ανήκουν σε μία ευρεία γκάμα αρχιτεκτονικών στυλ με κλασικιστικά και εκλεκτικιστικά διακοσμητικά στοιχεία. Από τα δημόσια κτίρια ξεχωρίζει αυτό του πρώην Α’ Δημοτικού Σχολείο στο κέντρο της πόλης, το οποίο κτίστηκε το 1928 και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αντίληψης της εποχής για τη σχολική αρχιτεκτονική, με μεγάλες αίθουσες διδασκαλίες, επιβλητικές εσωτερικές κλίμακες και αρκετούς βοηθητικούς χώρους.

Ολόκληρο το χωριό αποτελεί ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και για το λόγο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως Παραδοσιακός Οικισμός. Τόσο η οργάνωση των κοινόχρηστων χώρων με τα καλοδιατηρημένα πέτρινα καλντερίμια, όσο και οι μορφές των πετρόκτιστων κτισμάτων μαρτυρούν τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική άνθηση του Νυμφαίου κατά το παρελθόν.

Όσον αφορά στη διαχρονική εξέλιξη των κτισμάτων, είναι δυνατόν να διακριθούν κατασκευαστικές τρεις φάσεις με τις αντίστοιχες μορφές. Από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα τα σπίτια έχουν σχήμα «Γ», «Π» ή ορθογώνιο, ενώ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η μορφή των σπιτιών επηρεάζεται από κλασικιστικά πρότυπα των μεγάλων ελληνικών αστικών κέντρων. Στα σπίτια αυτής της περιόδου το κεντρικό τμήμα προεξέχει ελαφρά και ολοκληρώνεται σε τριγωνικό αέτωμα, με διάφορες παραλλαγές στις προσόψεις. Στην τρίτη φάση ανάπτυξης του οικισμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, τα σπίτια εμφανίζουν επίπεδες όψεις με εξώστη στον όροφο και αετωματική απόληξη. Στο εσωτερικό τους τα αρχοντικά του Νυμφαίου διαθέτουν τζάκια σε όλα τα δωμάτια, ενώ σε κάποια από αυτά σώζεται πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος: αρχαίοι θεοί, ο Μέγας Αλέξανδρος, φιλόσοφοι, τοπία ενδεικτικά του τόπου απασχόλησης των ιδιοκτητών (π.χ. Πυραμίδες της Αιγύπτου), αλληγορικές παραστάσεις των εποχών του έτους, αντίγραφα αναγεννησιακών έργων κλπ. Από τα χαρακτηριστικότερα αρχοντικά ξεχωρίζουν αυτά των οικογενειών Τσίρλη, Μπουτάρη, Σωσσίδη κλπ.

Το πλέον επιβλητικό κτίριο του οικισμού είναι αναμφισβήτητα η Νίκειος Σχολή, ένα εκλεκτικιστικό κτίριο του 1928, το οποίο κτίστηκε με σχέδια που έφερε από τη Σουηδία ο καπνέμπορος Ι. Νίκου και λειτούργησε αρκετά χρόνια ως διδασκαλείο. Σήμερα εκεί φιλοξενείται το Κέντρο Ενημέρωσης για την Καφέ Αρκούδα του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, καθώς επίσης και ένας συνεδριακός χώρος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Εκτός από τον ανεμόμυλο του Αγ. Παντελεήμονα, σε ορισμένους οικισμούς του Δήμου σώζονται κάποιοι νερόμυλοι (Ασπρόγεια, Σκληθρο, Βαρικό), ενώ στις Πέτρες υπάρχουν νερόμυλοι οι οποίοι λειτουργούν ακόμα και σήμερα.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

Αποδοχή
Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη δυνατή πλοήγησή σας. Μάθετε περισσότερα